- φοινικαιγύπτιος
- φοινῑκ-αιγύπτιος, ὁ,A person of mixed Phoenician and Egyptian descent, PSI5.531.1 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Φοινικαιγύπτιος — ὁ, Α μιγάς αιγυπτιακής και φοινικικής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, οίνικος + Αἰγύπτιος] … Dictionary of Greek